- παρήλιοι
- παρήλιοςparhelionmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνανέχω — ΜΑ κρατώ ψηλά, συγκρατώ συγχρόνως αρχ. 1. ανατέλλω μαζί με κάποιον («δι ὅλης τῆς ἡμέρας συνανασχόντες δύο παρήλιοι», Αριστοτ.) 2. (αμτβ.) απέχω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνέχω «σηκώνω, υποβαστάζω, προβάλλω, ανατέλλω»] … Dictionary of Greek